- αναθρεφτός
- -ή, -όβλ. αναθρεπτός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναθρεφτός — ή, ό αυτός που ανατρέφεται ή ανατράφηκε από κάποιον: Το παιδί από δω είναι αναθρεφτός μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναθρεπτός — και φτός, ή, ό [ανατρέφω] 1. αυτός που ανατρέφεται ή ανατράφηκε από μικρή ηλικία από ξένη οικογένεια σαν δικό της παιδί α) το αρσ. ως ουσ. ο αναθρεφτός ο μη πραγματικός γιος, ψυχογιός, ψυχοπαίδι β) το θηλ. ως ουσ. η αναθρεφτή η μη πραγματική κόρη … Dictionary of Greek